-
1 парторг
парторг м (партийный организатор) о καθοδηγητής του κόμματος* * *м(парти́йный организа́тор) ο καθοδηγητής του κόμματος -
2 лидер
-а α.1. αρχηγός, ηγέτης, καθοδηγητής•-ы социал-демократической партии ηγέτες του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος.
2. ο προπορευόμενος•лидер шахматного турнира ο προπορευόμενος στους αγώνες σκακιού.
3. προπορευόμενο (οδηγό) πλοίο•лидер эскадренных миноносцев το προπορευόμενο (οδηγό) αντιτορπιλλικό.
См. также в других словарях:
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ράντι, Χουσεϊν Άχμαντ — (1924 – 1963). Ιρακινός πολιτικός. Καταγόταν από εργατική οικογένεια. Όταν τελείωσε την Παιδαγωγική Σχολή της Βαγδάτης, εργάστηκε ως καθηγητής. Το 1943 έγινε μέλος του Κομουνιστικού κόμματος του Ιράκ. Το 1948 τον συνέλαβαν γιατί είχε πάρει μέρος… … Dictionary of Greek
Ράκοζι Ματίας — (Rakosi, 1892 – 1963). Ούγγρος πολιτικός. Μέλος του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Ουγγαρίας, διετέλεσε επίτροπος του λαού για το εμπόριο στην κυβέρνηση του Μπέλα Κουν (1919). Μετά τη κατάλυση του επαναστατικού καθεστώτος στην Ουγγαρία, πήγε ως… … Dictionary of Greek
Λίμπκνεχτ, Καρλ — (Karl Liebknecht, Λειψία 1871 – Βερολίνο 1919). Γερμανός σοσιαλιστής ηγέτης. Σπούδασε νομικά και από πολύ νέος ασχολήθηκε με την πολιτική. Ήταν γιος του Βίλχελμ Λίμπκνεχτ (βλ. λ.), από τις σοσιαλιστικές ιδέες του οποίου επηρεάστηκε και ο ίδιος… … Dictionary of Greek